- λυκοπόδιο
- τοβοτ. γένος τραχειοφύτων που ανήκει στην τάξη λυκοποδιώδη, οι σπόροι ενός είδους τού οποίου χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική υπό μορφή σκόνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκοποδιώδη — (lycopodiinae). Kλάση πτεριδοφύτων που περιλαμβάνει ισόσπορα και ετερόσπορα είδη που διακρίνονται σε τέσσερις τάξεις. Τα φυτά αυτά έχουν πραγματικές ρίζες, πραγματικό βλαστό και πολύ μικρά φύλλα που μοιάζουν με εκείνα των βρύων. Μερικά από τα… … Dictionary of Greek